- προκαταρκτικῆς
- προκαταρκτικόςinitialfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… … Dictionary of Greek
προκριματικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει ή συντελεί ή αποβλέπει στον σχηματισμό προκαταρκτικής κρίσης 2. φρ. α) «προκριματικοί αγώνες» (αθλ.) αγώνες που γίνονται προκαταρκτικά για την ανάδειξη εκείνων που πρόκειται να συμμετάσχουν στους τελικούς… … Dictionary of Greek
πρόκριμα — το, ΝΑ [προκρίνω] νεοελλ. καθετί που συντελεί στον σχηματισμό προκαταρκτικής κρίσης («τα αποτελέσματα τής δημοσκόπησης αποτελούν πρόκριμα για τις επερχόμενες εκλογές») αρχ. 1. η εκ τών προτέρων κρίση ή απόφαση («χωρὶς προκρίματος μηδὲν ποιῶν κατὰ … Dictionary of Greek
στύφω — ΝΜΑ 1. προξενώ συρρίκνωση, κυρίως τών σιελογόνων τού στόματος, προξενώ στυφότητα 2. προκαλώ συστολή τής κοιλιάς, επιφέρω δυσκοιλιότητα («τὴν κοιλίαν στύφεσθαι» καθίσταμαι δυσκοίλιος, Ιπποκρ.) 3. εμβαπτίζω σε στυπτικό διάλυμα κατά τη διάρκεια τής… … Dictionary of Greek
Γκρασέτι, Γκουστάβο — (Gustavo Grasseti, Ρώμη 1778 – 1836).Ιταλός λόγιος και ελληνιστής. Σπούδασε φυσική στο πανεπιστήμιο της Μπολόνια, επιστήμη που δίδαξε αργότερα στη Ραβένα. Οι πολιτικές του όμως πεποιθήσεις τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει την Ιταλία και πήγε αρχικά… … Dictionary of Greek
επιλογή, επαγγελματική — Διαδικασία, με σκοπό την κατάληψη ορισμένου αριθμού κενών θέσεων εργασίας από διαγωνιζόμενους κατά τεκμήριο ικανότερους, λόγω των συνολικών ατομικών προσόντων τους, και τον αποκλεισμό εκείνων που είτε είναι υπεράριθμοι είτε δεν κρίνονται ικανοί… … Dictionary of Greek
Κίντερμαν, Φέρντιναντ — (Ferdinand Κindermann, Βοημία 1740 – 1801). Αυστριακός παιδαγωγός. Ήταν συνεργάτης του Φελμπίγκερ και συνετέλεσε στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση στα χρόνια της Μαρίας Θηρεσίας και του Ιωσήφ B’. Κατέλαβε ανώτερα αξιώματα και ίδρυσε πολλές… … Dictionary of Greek
Ψωμάς, Σταμάτης — Γεννήθηκε το τελευταίο τέταρτο του 18ου αι. στην Άνδρο. Σπούδασε στην Πίζα και μετά το τέλος των σπουδών του χρησιμοποιήθηκε από την ηγεσία της Επανάστασης σε διάφορες εμπιστευτικές υπηρεσίες σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα. Επί I. Καποδίστρια,… … Dictionary of Greek
προκριματικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή συντελεί στο σχηματισμό προκαταρκτικής γνώμης, κρίσης: Προκριματικοί αγώνες. 2. (νομ.), αυτός που ρυθμίζει προσωρινά κάποιο ζήτημα, προδικαστικός: Προκριματική αγωγή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)